- ημιαναίσθητος
- -η, -ο1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις τουα) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφοροςβ) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος.επίρρ...ημιαναισθήτως και -αμε ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + αν-αίσθητος (< α[ν]στερητικό + -αισθητος < αισθάνομαι, πρβλ. αν-επ-αίσθητος, ευ-αίσθητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.